- προφητάναξ
- προφητάναξ οцарь пророк – прозвище царя ДавидаЭтим.< προφήτης + άναξ «пророк + царь»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
προφητάναξ — ακτος, ο, ΝΜ (προσωνυμία τού Δαβίδ) ο προφήτης και βασιλιάς ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + ἄναξ, ἄνακτος «βασιλιάς»] … Dictionary of Greek